Στις αρχές του μήνα πραγματοποιήθηκε στις Βρυξέλλες, η συνάντηση της Επιτροπής Εργασίας του BIPAR, με τα Μέλη των Αντιπροσωπειών των χωρών που μετέχουμε, με σκοπό να μελετηθούν από κοινού οι προτεινόμενες αλλαγές της νέας Οδηγία για την Διαμεσολάβηση (IMD II) και αφ’ ετέρου να παρουσιαστούν και να εγκριθούν οι τελικές θέσεις και προτάσεις μας επί των προτεινομένων αλλαγών.

γράφει η Δήμητρα-Ιωάννα Λύχρου, Πρόεδρος Δ.Σ

Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αναθεώρηση της Οδηγίας, που εξεδόθη στις 3 Ιουλίου 2012 απαιτεί μεγάλη προσπάθεια για την αλλαγή αντίληψης και φιλοσοφίας επί ορισμένων σημείων της.

Το κύριο ενδιαφέρον όλων επικεντρώνεται στην μη ισότιμη απαίτηση για την γνωστοποίηση της αμοιβής του Ασφαλιστικού Διαμεσολαβητή (Άρθρο 17).

Σύμφωνα με την πρόταση της Ε.Ε. ο Ασφαλιστικός Διαμεσολαβητής οφείλει πριν από την σύνταξη οιασδήποτε ασφαλιστικής σύμβασης να γνωστοποιεί τα ακόλουθα : την ταυτότητά του, τη διεύθυνσή του, το μητρώο στο οποίο είναι εγγεγραμμένος και τη φύση και τη βάση της αμοιβής του.

Για την πώληση ασφαλιστικών προϊόντων Ζωής εξετάζεται η θέσπιση καθεστώτος «πλήρους γνωστοποίησης» δηλ. θα πρέπει να γνωστοποιεί το ποσό της αμοιβής του ή την βάση του υπολογισμού της. Αυτό το καθεστώς θα αρχίσει να ισχύει από την έγκριση της IMD II.

Για την πώληση προϊόντων Γενικών Ασφαλειών εξετάζεται η θέσπιση καθεστώτος «κατόπιν αιτήματος». Όμως, μετά από μία μεταβατική περίοδο πέντε ετών, το καθεστώς της «πλήρους γνωστοποίησης» θα ισχύει αυτόματα και για την πώληση προϊόντων Γενικών Ασφαλειών.

Οι προσπάθειες του BIPAR (του Διεθνούς Γραφείου Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Διαμεσολαβητών) και η ανάλυση των στοιχείων έρευνας της κοινής γνώμης, που πραγματοποίησε η LONDON ECONOMICS, κατέδειξε ότι η υποχρεωτική γνωστοποίηση της προμήθειας δεν παρέχει κανένα σημαντικό όφελος στους πελάτες, καθώς οι τελευταίοι δεν εξαρτούν την επιλογή του ασφαλιστικού τους προγράμματος από αυτό, ενώ, αντίθετα, επιφέρει συχνά άσκοπη σύγχυση.

Εξ άλλου από την πλευρά του ανταγωνισμού είναι ουσιώδες να ορίζονται ίσοι όροι με τις εναλλακτικές μορφές διανομής.

Εάν επιβληθεί η γνωστοποίηση προμήθειας, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα «άνισους όρους» μεταξύ του διαύλου προώθησης άμεσης διανομής και του διαύλου μέσω Διαμεσολαβούντων.

Εάν η πρόταση της Ε.Ε. μείνει χωρίς ίσους όρους, θα έχει ως αποτέλεσμα μία αθέμιτα πλεονεκτική κατάσταση για τις άμεσες πωλήσεις.

Αυτό θα έχει πολύ σοβαρές αρνητικές συνέπειες για τους πελάτες. Θα τους στρέψει στην άμεση αγορά ασφάλισης επειδή θα πιστεύουν ότι ο δίαυλος άμεσης ασφάλισης θα είναι λιγότερο ακριβός, παρότι είναι γνωστό ότι υπάρχουν άλλες επιβαρύνσεις.

Οι πελάτες δεν θα επωφελούνται πλέον από την στήριξη και εκπροσώπηση των Διαμεσολαβούντων, θα έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε πηγές πολύτιμων συμβουλών και θα χάσουν τη στήριξη κατά τη διάρκεια της απαίτησής τους για αποζημίωση.

Όλα αυτά θα έχουν σαν αποτέλεσμα την αύξηση ασφαλίστρων, την ακατάλληλη ασφαλιστική κάλυψη, την επιδείνωση της ικανοποιητικής επίλυσης απαιτήσεων αποζημίωσης και την αθέμιτη στρέβλωση της διαθέσιμης ανταγωνιστικής αγοράς για τον καταναλωτή.

Για την αποφυγή στρέβλωσης του ανταγωνισμού θα πρέπει να απαιτείται από μία Ασφαλιστική Επιχείρηση, η οποία διανέμει ασφάλιση χωρίς ασφαλιστές, να παρουσιάζει και αυτή το συγκεκριμένο κόστος της.

Η μελέτη που συνέταξε το BIPAR αναφέρει ότι «ενδέχεται να είναι δύσκολο να βρεθεί μία κοινή και εξακριβώσιμη μέθοδος δίκαιου υπολογισμού του κόστους των άμεσων ασφαλιστικών πωλήσεων».

Αν λοιπόν, για τις direct πωλήσεις, δεν θα απαιτείται να γνωστοποιούν οι Εταιρείες τα ισοδύναμα κόστη, το BIPAR πιστεύει ότι δεν θα πρέπει να εφαρμοστεί το μέτρο ούτε για τους Ασφαλιστικούς Διαμεσολαβητές, προκειμένου να αποφευχθεί η στρέβλωση του ανταγωνισμού.

Θα αποτελούσε άδικη διάκριση για τον Διαμεσολαβούντα, που συνήθως είναι ένας μικρός επιχειρηματίας ή μία μικρομεσαία επιχείρηση, να πρέπει να γνωστοποιεί την αμοιβή του, και ο άμεσος ασφαλιστής – συχνά μεγάλη Εταιρεία – να μην χρειάζεται να γνωστοποιεί συγκρίσιμα κόστη.

Αυτός είναι ένας από τους λόγους που στη Γαλλία, κατά την εφαρμογή της ισχύουσας Οδηγίας, οι Διαμεσολαβούντες οφείλουν, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του πελάτη, να γνωστοποιούν την αμοιβή τους, μόνο όπου το ασφάλιστρο υπερβαίνει τις € 20.000,00.

Το αγκάθι της γνωστοποίησης της αμοιβής είναι το ενοχλητικότερο στην υπό αναθεώρηση Οδηγία.

Υπάρχουν όμως, και άλλα θέματα, όπως η υποχρέωση «αντικειμενικής συμβουλής», όπου ο όρος «αντικειμενική» αντικατέστησε τον αρχικό όρο «προσωπική» και που οδηγεί σε αναζήτηση του τί ορίζεται ως αντικειμενικά ορθή συμβουλή, όταν δεν καθορίζεται πρωτίστως το «αντικειμενικά ορθό προϊόν» που παρέχεται από μια Ασφαλιστική Επιχείρηση.

Η αναθεωρημένη Οδηγία IMD II έχει ακόμη πολλά επίμαχα σημεία τα οποία μελετώνται προς το παρόν και προετοιμάζονται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προκαλεί όμως σε όλους μεγάλη ανησυχία το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπ΄ όψιν της τα πορίσματα της μελέτης που της παρουσίασε η PWC, που η ίδια είχε ορίσει για λογαριασμό της Γεν. Δ/νσης Εσωτερικής Αγοράς και Υπηρεσιών.

Τούτο, δημιούργησε πολλά ερωτηματικά και απορίες που μένει να απαντηθούν.